- ασπράδα
- ασπράδα, η και ασπρίλα, ηη λευκότητα: Την ασπράδα που είδα σ' αυτό το νησί δεν την ξανάδα αλλού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασπράδα — η (Μ ἀσπράδα) η ιδιότητα του άσπρου, η λευκότητα … Dictionary of Greek
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ασπριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 78 μ., 136 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. * * * η η ασπράδα* … Dictionary of Greek
λευκότητα — η (Α λευκότης) [λευκός] η ιδιότητα τού λευκού, ασπράδα νεοελλ. μτφ. αγνότητα αρχ. μτφ. (για τον λόγο) σαφήνεια … Dictionary of Greek
λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… … Dictionary of Greek
λευκότητα — η 1. η ασπράδα: Η λευκότητα του χιονιού ήταν εκτυφλωτική. 2. μτφ., αγνότητα: Το μεγαλύτερο προτέρημά του ήταν η λευκότητα της ψυχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)